νευροβατικός

νευροβατικός
νευροβατικός, -ή, -όν (Μ) [νευροβάτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νευροβάτη
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νευροβατική
η τέχνη τού σχοινοβάτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”